- ἀρήν
- ἀράprayerfem acc sg (epic ionic)ἀρήprayerfem acc sg (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
.αρήν — ἀρήν , ἀρά prayer fem acc sg (epic ionic) ἀρήν , ἀρή prayer fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀρήν — Ἀρή fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἄρην — Ἄρης the god of destruction masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄρην — ἄρος use neut acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠρήν — ἀρήν , ἀρά prayer fem acc sg (epic ionic) ἀρήν , ἀρή prayer fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμνός — ο (Α ἀμνὸς) (θηλ. Α ἀμνὰς και ἀμνὴ και ἀμνίς, Ν αμνάδα) 1. το νεογνό τού προβάτου, αρνί, αρνάκι 2. φρ. «ο αμνός τού Θεού» ο Χριστός μσν. το ύφασμα τού επιταφίου, όπου εικονίζεται το σώμα τού Χριστού αρχ. 1. ανόητος, κουτός 2. άκακος, πράος,… … Dictionary of Greek
αρνευτήρ — ἀρνευτήρ, ο (Α) 1. ο ακροβάτης 2. ο δύτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αρνευτήρ, σύμφωνα με αρχαία ήδη ετυμολογία της λέξης, ανάγεται στο αρήν, αρνός «πρόβατο», λόγω των κινήσεων των αρνευτήρων («ακροβατών») κατά τις κυβιστήσεις, που έδιναν την εντύπωση ότι… … Dictionary of Greek
ягненок — род. п. нка, мн. ягнята, наряду с агнец (см. выше), укр. ягня, род. п. яти, ягнятко – то же, ягниця молодая овца , др. русск. ягнѧ (Дан. Зат. и др.), ст. слав. агньць ἀρήν, агнѩ ἀμνός (Супр.), болг. агне, ягне (Младенов 701), сербохорв. jа̏гње,… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
Арника — горная. Общий вид цветущего растения … Википедия
Ivno — IVNO, ónis, Gr. Ἥρα, ας, (⇒ Tab. IX.) 1 §. Namen. Ihren lateinischen Namen führen einige von Iuvo, ich helfe, Cic. de N.D. l. II. c. 26. p. 1183. a. andere aber von Iovis, quasi Ioveno, her; Becmann. Orig. L. L. in Iuno. Den griechischen hat sie … Gründliches mythologisches Lexikon